κουλουβάχατα

κουλουβάχατα
επίρρ. άνω κάτω, φύρδην μίγδην.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αραβ. kullu-wahad «όλα ένα». Η λ. διαδόθηκε από τον τίτλο πολ. φυλλαδίου τού Θ. Κολοκοτρώνη (Φαλέζ): Η Κουλουβάχατα ήαι φύρδην μίγδην σημεριναί ιδέαι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κουλουβάχατα — επίρρ. (λ. αραβ.), άνω κάτω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Κλιζ, Τζον — (John Cleese, Αγγλία 1939 –). Βρετανός ηθοποιός, σεναριογράφος και παραγωγός. Πραγματοποίησε νομικές σπουδές στο κολέγιο του Κέιμπριτζ, αλλά ποτέ δεν εξάσκησε το δικηγορικό επάγγελμα. Συνάντησε την Κόνι Μπουθ (την οποία παντρεύτηκε αργότερα) και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”